κομματιαστός

κομματιαστός
η , ό
1) раздробленный, разделённый на части; 2) состоящий, сделанный из кусков

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κομματιαστός" в других словарях:

  • κομματιαστός — ή, ό [κομματιάζω] 1. κομμένος σε τεμάχια, τεμαχισμένος 2. αυτός που αποτελείται από κομμάτια, συναρμολογημένος από τεμάχια. επίρρ... κομματιαστά 1. κατά τεμάχια 2. με διακοπές …   Dictionary of Greek

  • κομματιαστός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κομμένος σε τεμάχια. 2. ο κατασκευασμένος με συναρμολόγηση τεμαχίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακομμάτιαστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε ή δεν μπορεί να κοπεί σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κομματιαστός < κομματιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ραχιστός — ή, όν, Α [ῥαχίζω] κομματιαστός, κομματιασμένος …   Dictionary of Greek

  • τμηματώδης — ῶδες, Α [τμῆμα, ατος] κομματιαστός …   Dictionary of Greek

  • τεμαχιστός — ή, ό κομματιαστός, κατακομμένος: Το σουβλάκι γίνεται από τεμαχιστό κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»